Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας endow with
γ΄ ενικό ενεστώτα endows with
αόριστος endowed with
παθητική μετοχή endowed with
ενεργητική μετοχή endowing with

  Ετυμολογία επεξεργασία

endow with < → δείτε τις λέξεις endow και with

  Ρήμα επεξεργασία

endow with (en)

  • προικίζω με, δίνω μια ιδιότητα σε κάποιον
    Nature endowed her with great beauty.
    Η φύση την προίκισε με μεγάλη ομορφιά.

  Πηγές επεξεργασία