Πολωνικά (pl) επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική dziedzina dziedziny
γενική dziedziny dziedzin
δοτική dziedzinie dziedzinom
αιτιατική dziedzinę dziedziny
οργανική dziedziną dziedzinami
τοπική dziedzinie dziedzinach
κλητική dziedzino dziedziny

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

dziedzina (pl) θηλυκό

  1. ο τομέας, ο κλάδος
  2. (μαθηματικά) το πεδίο ορισμού (συνάρτησης)