dressage
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- dressage < dresser
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
dressage | dressages |
dressage (fr) αρσενικό
- η εξημέρωση, η τιθάσευση των άγριων ζώων
- (κατ’ επέκταση) πολύ αυστηρή παιδεία, ντρεσάρισμα
- (τεχνολογία) το ίσιωμα, η εξομάλυνση
- το στήσιμο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη dresser