Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

drapier < drap (αρ. 1)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό drapier drapiers
θηλυκό drapière drapières

drapier (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη drap