dotto
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dotto | dotti |
dotto (it)
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dotto | dotti |
θηλυκό | dotta | dotte |
dotto (it)
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dotto | dotti |
dotto (it)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dotto | dotti |
θηλυκό | dotta | dotte |
dotto (it)