doorman
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
doorman (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- doorman < φωνητική απόδοση για την αγγλική doorman
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
doorman | doormans |
doorman (fr) αρσενικό
- πορτιέρης, συνήθως νυκτερινών κέντρων