docimastique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
docimastique | docimastiques |
Επίθετο επεξεργασία
docimastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- δοκιμαστικός, σχετικός με τα δοκίμια
ενικός | πληθυντικός |
docimastique | docimastiques |
docimastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό