Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /di.lɛm/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
dilemme dilemmes

dilemme (fr) αρσενικό