Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δίλημμα τα διλήμματα
      γενική του διλήμματος των διλημμάτων
    αιτιατική το δίλημμα τα διλήμματα
     κλητική δίλημμα διλήμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίλημμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δίλημμα. Δείτε δί- (δις) + λῆμμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.li.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δί‐λημ‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίλημμα ουδέτερο

  • η σκέψη μεταξύ δύο κρίσεων, που δε γνωρίζει κάποιος, επιλέγοντας τη μία ή την άλλη, αν θα έχει θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα
  • η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν έχει δύο επιλογές που όμως είναι και οι δύο αβέβαιες ή παρουσιάζουν και οι δύο δυσκολίες

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ δίλημμᾰ τὰ διλήμμᾰτ
      γενική τοῦ διλήμμᾰτος τῶν διλημμᾰ́των
      δοτική τῷ διλήμμᾰτ τοῖς διλήμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ δίλημμᾰ τὰ διλήμμᾰτ
     κλητική ! δίλημμᾰ διλήμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διλήμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  διλημμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δίλημμα (όψιμη ελληνιστική κοινή, 5ου αιώνα κε) μεταπλαστικός τύπος για το διλήμματον, ουδέτερο του επιθέτου διλήμματος < αρχαία ελληνική δί- (δίς) + λῆμμα [1] Δείτε και το λαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δίλημμα ουδέτερο

Απόγονοι επεξεργασία

δίλημμα (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: δίλημμα
υστερολατινικά: dilemma
αγγλικά: dilemma
ιαπωνικά: ジレンマ (jirenma)
γερμανικά: Dilemma
ολλανδικά: dilemma
ρωσικά: дилемма (dilémma)
φινλανδικά: dilemma

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία