difficultueux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | difficultueux | difficultueux |
θηλυκό | difficultueuse | difficultueuses |
Επίθετο επεξεργασία
difficultueux (fr)
- που αρέσκεται να προξενεί προβλήματα, σχολαστικός
- (λόγιο) δύσκολος