dictatorial
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
dictatorial (en)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /dik.ta.tɔ.ʁial/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dictatorial | dictatoriaux |
θηλυκό | dictatoriale | dictatoriales |
dictatorial (fr)