diarrhéique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diarrhéique < diarroïque < diarrhée
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diarrhéique | diarrhéiques |
diarrhéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diarrhéique | diarrhéiques |
diarrhéique (fr) αρσενικό ή θηλυκό