διαρροϊκός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαρροϊκός < ελληνιστική κοινή διαρροϊκός < αρχαία ελληνική διάρροια < διαρρέω < διά + ῥέω
Επίθετο επεξεργασία
διαρροϊκός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαρροϊκός
|