désuétude
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
désuétude | désuétudes |
Ουσιαστικό επεξεργασία
désuétude (fr) θηλυκό
- η ιδιότητα του να είναι κάτι ξεπερασμένο, απαρχαιωμένο, η αχρηστία
ενικός | πληθυντικός |
désuétude | désuétudes |
désuétude (fr) θηλυκό