dérangeant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dérangeant | dérangeants |
θηλυκό | dérangeante | dérangeantes |
Επίθετο επεξεργασία
dérangeant (fr)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη déranger
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | dérangeant | dérangeants |
θηλυκό | dérangeante | dérangeantes |
dérangeant (fr)