déraison
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déraison | déraisons |
Ουσιαστικό επεξεργασία
déraison (fr) θηλυκό
- ο παραλογισμός, η αλλοφροσύνη
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη déraisonner
ενικός | πληθυντικός |
déraison | déraisons |
déraison (fr) θηλυκό