Ετυμολογία

επεξεργασία
dégroupage < dé- + groupage

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /de.ɡʁu.paʒ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

dégroupage (fr) αρσενικό

  • διαχωρισμός σε πολλά τμήματα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών που είναι παραδοσιακά συγκεντρωμένες σε ένα και μοναδικό πακέτο, έτσι ώστε να μπορούν ενδεχομένως να παραδοθούν σε διαφορετικούς τηλεπικοινωνιακούς φορείς

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • Journal officiel της 14 Ιουνίου 2003, τηλεπικοινωνίες (télécommunications) [1]