défendeur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- défendeur < → δείτε τη λέξη défendre
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.fɑ̃.dœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | défendeur | défendeurs |
θηλυκό | défenderesse | défenderesses |
défendeur (fr) αρσενικό