déférent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | déférent | déférents |
θηλυκό | déférente | déférentes |
déférent (fr)
- (ανατομία) που οδηγεί προς τα έξω
- canal déférent - σπερματικός πόρος
- σεβαστικός, πλήρης σεβασμού
- attitude déférente - συμπεριφορά πλήρης σεβασμού
- se montrer déférent à l'égard de quelqu'un / envers quelqu'un
- είμαι σεβαστικός προς κάποιον / σέβομαι κάποιον
- ≈ συνώνυμα: respectueux
- ≠ αντώνυμα: arrogant, effronté, insolent, irrespectueux