décourageant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- décourageant < décourager
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /de.ku.ʁa.ʒɑ̃/
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | décourageant | décourageants |
θηλυκό | décourageante | décourageantes |
décourageant (fr)
Μετοχή επεξεργασία
décourageant (fr)
- μετοχή ενεστώτα του ρήματος décourager