déconcentration
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
déconcentration | déconcentrations |
déconcentration (fr) θηλυκό
- η αποκέντρωση
- (χημεία) η αραίωση
ενικός | πληθυντικός |
déconcentration | déconcentrations |
déconcentration (fr) θηλυκό