αραίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αραίωση | οι | αραιώσεις |
γενική | της | αραίωσης* | των | αραιώσεων |
αιτιατική | την | αραίωση | τις | αραιώσεις |
κλητική | αραίωση | αραιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αραιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αραίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αραίωση θηλυκό
Σύνθετα επεξεργασία
- ψαλίδι αραίωσης
Μεταφράσεις επεξεργασία
αραίωση