ĉi
(Ανακατεύθυνση από cxi)
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
ĉi (eo)
- « εδώ », χρησιμοποιείται αμέσως μετά ένα δεικτικό επίθετο για να εκφράσει κάτι για το οποίο μόλις έγινε λόγος
- tiu ĉi - αυτός εδώ
ĉi (eo)