couvée
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
couvée | couvées |
Ουσιαστικό επεξεργασία
couvée (fr) θηλυκό
- το σύνολο των κλωσσόπουλων που εκκολάπτονται ταυτόχρονα
Κλιτικός τύπος μετοχής επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
couvée | couvées |
couvée (fr)
- ενικός αριθμός, θηλυκού γένουςμετοχή αορίστου του couver