coucher
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
coucher (fr)
- (μεταβατικό) ξαπλώνω, στρώνω
- coucher ses idées sur le papier - στρώνω (= καταγράφω) τις ιδέες μου στο χαρτί
- (αμετάβατο) (οικείο) κοιμάμαι
- il a couché dehors - ξενοκοιμήθηκε
- (αμετάβατο) (αργκό) συνουσιάζομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
coucher | couchers |
coucher (fr) αρσενικό
- το ξάπλωμα για ύπνο
- η διανυκτέρευση
- η δύση ενός άστρου
- coucher de soleil, coucher du soleil - η δύση του Ήλιου, το ηλιοβασίλεμα