Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

coordinator < coordinat(e) + -or (μαρτυρείται από το 1849)[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
coordinator coordinators

coordinator (en)

  Αναφορές επεξεργασία

  1. coordinator, στο λεξικό Merriam-Webster