coordinate
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
coordinate (en) και co-ordinate
- συντονίζω
- συνταιριάζω (κυρίως ρούχα μεταξύ τους)
Ουσιαστικό επεξεργασία
coordinate (en) και co-ordinate
- συντεταγμένη
- υπώνυμα κοινού υπερώνυμου, ιεραρχικώς ισότιμες ομόλογες μα μη συνώνυμες λέξεις, ισώνυμα (βλέπε coordinate terms[1])