constituant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | constituant | constituants |
θηλυκό | constituante | constituantes |
Επίθετο επεξεργασία
constituant (fr)
- συστατικός
- (πολιτική) συντακτικός, που έχει σκοπό τη σύνταξη ενός συντάγματος