Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός constant
συγκριτικός more constant
υπερθετικός most constant

constant (en)

  1. αδιάκοπος, που συμβαίνει συνεχώς ή επανειλημμένα
    The constant car noise has irritated me.
    Ο αδιάκοπος θόρυβος των αυτοκινήτων με έχει εκνευρίσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη continuous
  2. σταθερός, που δεν αλλάζει
    a constant temperature - σταθερή θερμοκρασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
constant constants

constant (en)

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Επίθετο επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό constant constants
θηλυκό constante constantes

constant (fr)

Συγγενικά επεξεργασία