consistorial
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- consistorial < consistoire
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | consistorial | consistoriaux |
θηλυκό | consistoriale | consistoriales |
consistorial (fr)
- σχετικός με εκκλησιαστικό συνέδριο ή συμβούλιο