Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
consistance consistances

  Ουσιαστικό επεξεργασία

consistance (fr) θηλυκό

  1. η σύσταση ενός αντικειμένου, το υλικό από το οποίο αποτελείται
  2. η σταθερότητα