conqueror
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
conqueror | conquerors |
Ουσιαστικό επεξεργασία
conqueror (en) for (θηλυκό conqueress)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη conquer
Πηγές επεξεργασία
- conqueror - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- conqueror - Oxford Learner's Dictionaries