Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
conqueror conquerors

  Ουσιαστικό επεξεργασία

conqueror (en) for (θηλυκό conqueress)

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη conquer

  Πηγές επεξεργασία