Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας conquer
γ΄ ενικό ενεστώτα conquers
αόριστος conquered
παθητική μετοχή conquered
ενεργητική μετοχή conquering

  Ρήμα επεξεργασία

conquer (en)

  Πηγές επεξεργασία