concert
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈkɑn.sə(ɹ)t/
Ουσιαστικό επεξεργασία
concert (en)
- συντονισμός ενεργειών και σχεδίων
- συναυλία, κονσέρτο
- a rock concert
Ρήμα επεξεργασία
concert (en)
- σχεδιάζω και ενεργώ συντονισμένα από κοινού, ενορχηστρώνω προσπάθειες/ενέργειες
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
concert | concerts |
concert (fr) αρσενικό
Εκφράσεις επεξεργασία
- de concert - από κοινού