Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈkɑn.sə(ɹ)t/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

concert (en)

  1. συντονισμός ενεργειών και σχεδίων
  2. συναυλία, κονσέρτο
    a rock concert

  Ρήμα επεξεργασία

concert (en)

  1. σχεδιάζω και ενεργώ συντονισμένα από κοινού, ενορχηστρώνω προσπάθειες/ενέργειες



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
concert concerts

concert (fr) αρσενικό

  1. η συναυλία, το κονσέρτο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • de concert - από κοινού