κονσέρτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κονσέρτο | τα | κονσέρτα |
γενική | του | κονσέρτου | των | κονσέρτων |
αιτιατική | το | κονσέρτο | τα | κονσέρτα |
κλητική | κονσέρτο | κονσέρτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- κονσέρτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική concerto < λατινική concerto < con- + certo < certus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος cerno < πρωτοϊταλική *krinō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *krey- (κινώ, χωρίζω, διαιρώ)
Ουσιαστικό επεξεργασία
κονσέρτο ουδέτερο
- (μουσική) άλλη μορφή του κοντσέρτο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κονσέρτο
|