compassion
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
compassion (en)
- η συμπόνια
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
compassion | compassions |
compassion (fr) θηλυκό
- η συμπόνια, η ευσπλαχνία, η συμπόνεση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη compatir