συμπόνεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συμπόνεση | οι | συμπονέσεις |
γενική | της | συμπόνεσης | των | συμπονέσεων |
αιτιατική | τη | συμπόνεση | τις | συμπονέσεις |
κλητική | συμπόνεση | συμπονέσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμπόνεση[2] θηλυκό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του συμπόνια
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμπόνεση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πόνεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ πόνεση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)