collision
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
collision | collisions |
collision (en)
- η σύγκρουση
- ↪ There were brake marks at the site of the collision.
- Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.
- ↪ The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
- Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.
- ↪ There were brake marks at the site of the collision.
- (πληροφορική) η σύγκρουση ονομάτων (naming collision) ή κωδικών (hash collision)
Υπώνυμα επεξεργασία
(πληροφορική)
Πηγές επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
collision (fr)
- η πρόσκρουση, η σύγκρουση, το τρακάρισμα