Ιταλικά (it) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cipriota < Cipro + -ota

  Επίθετο επεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό ciprioto ciprioti
θηλυκό cipriota cipriote

cipriota (it)

  1. κύπριος

  Ρήμα επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
cipriota ciprioti

cipriota (it)

  1. ο κύπριος

  Ρήμα επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cipriota cipriote

cipriota (it)

  1. η κύπρια