chuchoterie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chuchoterie | chuchoteries |
chuchoterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (οικείο) ή (παρωχημένο) συζήτηση με χαμηλή φωνή, σε βάρος άλλων
ενικός | πληθυντικός |
chuchoterie | chuchoteries |
chuchoterie (fr) αρσενικό ή θηλυκό