chamelle
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chamelle < camoille < chameau
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chamelle | chamelles |
chamelle (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) το θηλυκό της καμήλας ή της δρομάδας
ενικός | πληθυντικός |
chamelle | chamelles |
chamelle (fr) θηλυκό