chaleureuse
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- chaleureuse < θηλυκό του chaleureux
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chaleureuse | chaleureuses |
chaleureuse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
chaleureuse | chaleureuses |
chaleureuse (fr) θηλυκό