Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kæʃ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cash (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα μετρητά, χρήματα
    I usually prefer to pay (with) cash.
    Προτιμώ συνήθως να πληρώνω με μετρητά.
    We’re giving a 10% discount for payments in cash.
    Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας cash
γ΄ ενικό ενεστώτα cashes
αόριστος cashed
παθητική μετοχή cashed
ενεργητική μετοχή cashing

cash (en)

  • εξαργυρώνω επιταγές σε μετρητά
    I am cashing the check.
    Εξαργυρώνω την επιταγή.

  Πηγές επεξεργασία



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

cash < (άμεσο δάνειο) αγγλική cash

  Επίρρημα επεξεργασία

cash (fr)