carregado
Πορτογαλικά (pt) επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carregado | carregados |
θηλυκό | carregada | carregadas |
carregado (pt)
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | carregado | carregados |
θηλυκό | carregada | carregadas |
carregado (pt)