capricieux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- capricieux < caprice
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capricieux | capricieux |
θηλυκό | capricieuse | capricieuses |
capricieux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | capricieux | capricieux |
θηλυκό | capricieuse | capricieuses |
capricieux (fr)