campana
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- campana < λατινικά Campana, θηλυκό του Campanus < Campania < campus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kamp-
- η λέξη στα λατινικά σήμαινε μεταλλικό αντικείμενο κατασκευασμένο στην Καμπανία
Ουσιαστικό επεξεργασία
campana θηλυκό
- υστερολατινική καμπάνα
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | campana | campanae |
γενική | campanae | campanārum |
δοτική | campanae | campanīs |
αιτιατική | campanam | campanās |
κλητική | campana | campanae |
αφαιρετική | campanā | campanīs |