caillouteux
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caillouteux | caillouteux |
θηλυκό | caillouteuse | caillouteuses |
caillouteux (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | caillouteux | caillouteux |
θηλυκό | caillouteuse | caillouteuses |
caillouteux (fr)