cadencé
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadencé | cadencés |
θηλυκό | cadencée | cadencées |
cadencé (fr)
Δείτε επίσης : cadence |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cadencé | cadencés |
θηλυκό | cadencée | cadencées |
cadencé (fr)