burning
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
burning: μετοχή < ως επίθετο και ουσιαστικοποιημένη μετοχή
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
burning (en)
- φλεγόμενος, που καίγεται
- ↪ Two people have been trapped inside the burning building.
- Δύο άνθρωποι έχουν παγιδευτεί στο φλεγόμενο κτίριο.
- ↪ Two people have been trapped inside the burning building.
- (μεταφορικά) διακαής, φλογερός
- ↪ His burning desire was to return home.
- Η διακαής του επιθυμία ήταν να επιστρέψει σπίτι.
- ↪ His burning desire was to return home.
- καυτός
- (μεταφορικά) φλέγων
- ↪ burning question - φλέγον ερώτημα
Μετοχή επεξεργασία
burning (en)
Ουσιαστικό επεξεργασία
burning (en)