Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάψιμο τα καψίματα
      γενική του καψίματος των καψιμάτων
    αιτιατική το κάψιμο τα καψίματα
     κλητική κάψιμο καψίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κάψιμο < είτε (καίω), καψ- + -ιμο[1], είτε κληρονομημένο από τη μεσαιωνική ελληνική κάψιμον[2] < καίω < αρχαία ελληνική καίω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈka.psi.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κά‐ψι‐μο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κάψιμο ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καίω
  2. (μεταφορικά, πληροφορική), για CD, ROM, κλπ.) η μόνιμη εγγραφή σε μνήμες, που είναι μίας χρήσης, όπως CD, DVD, ROM, δηλαδή η μνήμη «καίγεται» και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για άλλη εγγραφή.
     συνώνυμα: (μόνιμη) εγγραφή

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη καίω

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. κάψιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.